#ευρώπη

Σύμφωνα με το δείκτη DESI, διαχρονικά η Ευρώπη παρουσιάζει ψηφιακή πρόοδο. Για την ακρίβεια, τα τελευταία έξι χρόνια ο μέσος όρος του δείκτη DESI (Digital Economy and Society Index) της Ε.Ε. βελτιώθηκε κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες.
Η Φινλανδία, η Σουηδία, η Δανία και οι Κάτω Χώρες κατέχουν ηγετική θέση όσον αφορά τις συνολικές ψηφιακές επιδόσεις στην ΕΕ.
Διάγραμμα: Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας & Κοινωνίας (DESI) – Επίδοση κρατών μελών σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο
Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ψηφιακή Ενιαία Αγορά (DSM) 2020
Συγκεκριμένα:
Η συνδεσιμότητα έχει βελτιωθεί (το 2019, το 78% των νοικοκυριών είχε συνδρομή σε σταθερή ευρυζωνική σύνδεση, έναντι 70% πριν από 5 χρόνια). Όσον αφορά στις ψηφιακές δεξιότητες, το 42% της Ε.Ε, εξακολουθεί να μην διαθέτει ούτε καν βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Παρότι η πανδημία προκάλεσε κατακόρυφη αύξηση στη χρήση του διαδικτύου, η αυξητική αυτή τάση υπήρχε ήδη πριν από την κρίση, καθώς το 85% των ατόμων χρησιμοποιούν το διαδίκτυο τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα (έναντι 75% το 2014). Οι επιχειρήσεις ψηφιοποιούνται όλο και περισσότερο, με πρωτοπόρες τις μεγάλες επιχειρήσεις. Ωστόσο, όσον αφορά στην αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών, μόλις το 17% των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ) στην Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιούν υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους και μόλις το 12% την ανάλυση μαζικών δεδομένων. Επιπλέον, το 39% των μεγάλων επιχειρήσεων πραγματοποίησαν διαδικτυακές πωλήσεις το 2019, μόλις το 17,5% των ΜΜΕ. Τέλος, παρατηρείται αυξητική τάση όσον αφορά στη χρήση ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών στους τομείς της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και της ηλεκτρονικής υγείας.
Στην έρευνα του 2020, που αφορά σε στοιχεία του έτους 2019, η Ελλάδα κατατάσσεται συνολικά 27η μεταξύ των 28 χωρών στο δείκτη DESI.
Συνδεσιμότητα
Η Ελλάδα προχωρά με ιδιαίτερα ταχύ ρυθμό στην κάλυψη ευρυζωνικών επικοινωνιών υψηλής ταχύτητας (Next Generation Access – NGA), φτάνοντας σε ποσοστό 81% (66% το 2019), μόλις 5 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον μέσο όρο του 86% της Ε.Ε. Επιπλέον, η χώρα άρχισε να συμμετέχει στην ανάπτυξη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας και παρά το γεγονός ότι η κάλυψη σταθερών δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας έφτασε το 7% από 0% το προηγούμενο έτος, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ πιο κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. που είναι 44%. Οι επιδόσεις της Ελλάδας όσον αφορά στην τεχνολογία 4G είναι καλύτερες, καθώς η μέση κάλυψη ανέρχεται σε 97%, υπερβαίνοντας ελαφρώς τον μέσο όρο της Ε.Ε. (96%).
Ανθρώπινο κεφάλαιο
Η Ελλάδα για το 2019 βελτίωσε σημαντικά (+5%) τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες των ατόμων ηλικίας 16-74 ετών μέσα σε ένα έτος (51% έναντι 58% στην Ε.Ε.). Το ποσοστό των ατόμων με τουλάχιστον βασικές δεξιότητες χρήσης λογισμικού αυξάνεται επίσης ικανοποιητικά, από 52% το 2018 σε 56% το 2019, με ρυθμό ανόδου ταχύτερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Ωστόσο, η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό ειδικών στον τομέα Τεχνολογίας Πληροφοριών και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) στην Ε.Ε στο σύνολο του εργατικού δυναμικού (1,8%, μέσος όρος ΕΕ 3,9%).
Χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών
Ο αριθμός των Ελλήνων που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο έχει αυξητική τάση. Η χρήση ηλεκτρονικών τραπεζικών υπηρεσιών έφτασε το 40%, ενώ στο πεδίο των ηλεκτρονικών αγορών το ποσοστό χρήσης έφτασε στο 51% και αναμένεται να παρουσιάσει περαιτέρω αύξηση λόγω της διάθεσης ψηφιακών λύσεων για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού.
Ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας
Η κατάταξη της χώρας είναι χαμηλή, 24η μεταξύ των 28 κρατών μελών της Ε.Ε.
Ωστόσο, από το Δεκέμβριο του 2019 η Ελλάδα προωθεί τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες – σύμφωνα με το πρόγραμμα «Ψηφιακή Ευρώπη»– υπογράφοντας τη δήλωση σχετικά με τη συνεργασία για την ανάπτυξη και την εγκατάσταση ευρωπαϊκών υποδομών κβαντικών επικοινωνιών και αναπτύσσει πλέον εθνική στρατηγική για την τεχνητή νοημοσύνη, στο πλαίσιο της Λευκής Βίβλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες
Η πρόοδος που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα, αναμένεται να ‘κεφαλαιοποιηθεί’ περαιτέρω και να αποτυπωθεί μέσα στην επόμενη χρονιά, με δεδομένο ότι η Ελλάδα ανέλαβε σειρά ψηφιακών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αναδύθηκαν από την πανδημία του COVID-19, μέσα στο 2020.
Στην έκθεση του 2020 που αφορά στοιχεία του 2019, η Ελλάδα, είχε σημαντική πρόοδο στην προσφορά ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών, με βαθμολογία 51,5 έναντι 72,0 του μέσου όρου της Ε.Ε. Ο αριθμός των χρηστών του διαδικτύου που είναι ενεργοί χρήστες υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης αυξήθηκε σε 39% (+3% το 2019), ωστόσο εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερος από τον μέσο όρο του 67% στην Ε.Ε. Η διαθεσιμότητα ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών για τις επιχειρήσεις αυξήθηκε (σε 63% το 2019), αλλά όχι αρκετά ώστε να προσεγγίσει τον μέσο όρο της Ε.Ε. (88% το 2019).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει την πορεία της προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό, όπως αποτυπώνεται στο δείκτη DESI (Digital Economy and Society Index) για το 2017.
Δυστυχώς, η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου και βρίσκεται στην 26η θέση στην ΕΕ-28, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Η χώρα μας κατατάσσεται στους ψηφιακούς ουραγούς, μαζί με χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ (Ουγγαρία, Πολωνία, Κροατία, Βουλγαρία, Ρουμανία) και του ευρωπαϊκού νότου (Κύπρος, Ιταλία).
Στις σταθερές ευρυζωνικές συνδέσεις, η Ελλάδα παρουσιάζει ευρεία διαθεσιμότητα (κάλυψη 99% των νοικοκυριών, 10η θέση), αλλά η διείσδυσή τους προχωρεί με αργούς ρυθμούς (66%, 21η θέση). Στις κινητές ευρυζωνικές συνδέσεις, παρά την κάλυψη 4G στο 80% των νοικοκυριών (έναντι 84% μέσου όρου στην ΕΕ), η διείσδυση παραμένει στις 50 συνδρομές ανά 100 άτομα (27η θέση), αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (84 συνδρομές).Η Ελλάδα παραμένει τελευταία μεταξύ των κρατών-μελών στην κάλυψη δικτύων πρόσβασης επόμενης γενιάς (NGA), απέχοντας
πολύ από τον μέσο όρο του 76% στην ΕΕ (Ελλάδα 44%). Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα στις μη αστικές περιοχές (rural) όπου η κάλυψη NGA βρίσκεται στο 1%, έναντι 40% στην ΕΕ.Σε ότι αφορά το φάσμα, τα πράγματα έχουν εξελιχθεί ακόμα πιο δυσμενώς. Λόγω, ανάμεσα στα άλλα, της απουσίας διοίκησης στην ΕΕΤΤ για πάνω από ένα χρόνο, υπήρξαν μεγάλες καθυστερήσεις στη διαμόρφωση των σχετικών πολιτικών και κανονισμών, με αποτέλεσμα να υπάρχει υποχώρηση κατά 3% από το σχετικό στόχο του DESI (68% το 2017, έναντι 71% το 2016).
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την Ελλάδα, εφόσον η ευρυζωνική στρατηγική της στηρίζεται στον ιδιωτικό τομέα, να διοχετεύει τις περισσότερες επενδύσεις σε δίκτυα υψηλών ταχυτήτων, περιορίζοντας τη δημόσια παρέμβαση κυρίως σε περιοχές όπου έχει εντοπιστεί αποτυχία της αγοράς. Η Ελλάδα προγραμματίζει να χρησιμοποιήσει 304 εκατομμύρια ευρώ από τα ΕΔΕΤ (2014-2020) για την ανάπτυξη ευρυζωνικών υποδομών υψηλών ταχυτήτων (πρόσβαση/τοπικός βρόχος με ταχύτητα 30 Mbps ή μεγαλύτερη).
Ανθρώπινο Κεφάλαιο
Η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό ειδικών ΤΠΕ στην ΕΕ στο σύνολο του εργατικού δυναμικού (1,2%, 28η θέση, μέσος όρος ΕΕ 3,5%). Βασική αιτία για αυτό παραμένει η διαρροή εγκεφάλων (brain drain) λόγω της οικονομικής κρίσης.
Η αντιμετώπιση της έλλειψης ειδικών ΤΠΕ παραμένει κρίσιμης σημασίας για τη στήριξη του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας. Σήμερα οι ψηφιακές δεξιότητες και ικανότητες απαιτούνται για το σύνολο σχεδόν των θέσεων απασχόλησης στις οποίες η ψηφιακή τεχνολογία συμπληρώνει τα υφιστάμενα καθήκοντα, και η έλλειψή τους μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις σοβαρές ελλείψεις της σε ψηφιακές δεξιότητες η Ελλάδα θα ωφεληθεί από την υλοποίηση πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση των χρόνιων αναντιστοιχιών που παρατηρούνται μεταξύ των δεξιοτήτων τις οποίες έχει ανάγκη η βιομηχανία των ΤΠΕ και των δεξιοτήτων που προσφέρει η επίσημη εκπαίδευση, καθώς και από την παροχή βασικών πόρων για την ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων. Σημαντικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να παίξει η καλύτερη συνεργασία μεταξύ του κράτους, των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και της βιομηχανίας.
Οι βασικοί περιορισμοί και τα επίπεδα αναφοράς για την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία των Σταθμών Βάσης κινητής τηλεφωνίας έχουν θεσπιστεί με τη Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Σχετικά με τον περιορισμό της έκθεσης του κοινού σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία 0 Hz - 300 GHz » (L199,1999/519/EC).

Σε ότι αφορά συγκριτικά στοιχεία ορίων που ισχύουν σε άλλες χώρες του κόσμου, αναφέρουμε ενδεικτικά: οι Νορβηγία, Σουηδία, Αγγλία, Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Μάλτα έχουν θεσπίσει ακριβώς τα όρια που ορίζονται στην ICNIRP. Ο Καναδάς, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία έχουν θεσπίσει ελαστικότερα όρια, ενώ το Βέλγιο, η Ρωσία και η Πολωνία έχουν, όπως και η Ελλάδα, αυστηρότερα όρια.
Ο ΠΟΥ, μέσω του International EMF Project, προσπαθεί για την εναρμόνιση των ορίων μεταξύ των κρατών, για να μην αμφισβητείται η επιστημονική τους εγκυρότητα.